- λακκούδι
- λακκούδι, τὸ (Μ)μικρός λάκκος, λακκάκι στο πιγούνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + υποκορ. κατάλ. -ούδι (πρβλ. αγγελ-ούδι, μαθητ-ούδι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ … Dictionary of Greek